- ἐφημεριῶν
- ἐφημερίαdivisionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφημερίων — ἐφημέριος on fem gen pl ἐφημέριος on masc/neut gen pl ἐφημέριος on masc/fem/neut gen pl ἐφημερέω to be president for the day pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek